Ένα πρωί στη κόλαση βρέθηκαν μαζί ένας Έλληνας, ένας Αμερικάνος κι ένας Ινδός. Τους συναντάει ο διάβολος και τους λέει:
– Σε όσους στέλουν εδώ, τους δίνω μία ευκαιρία να ανέβουν στον παράδεισο. Τραβάει ένα τεράστιο μαστίγιο και συνεχίζει:
– Όποιος αντέξει τρία χτυπήματα χωρίς να φωνάξει, θα πάει στον παράδεισο. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για ασπίδα ό,τι θέλετε.
Πρώτος πηγαίνει ο Αμερικανός.
– Τί ασπίδα θέλεις; ρωτάει ο διάβολος.
Ο Αμερικάνος σηκώνει μια τεράστια πέτρα και λέει:
– Αυτή την πέτρα! Είμαι έτοιμος!
Σηκώνει ο διάβολος το μαστίγιο, χτυπάει μια και φεύγει η πέτρα. Χτυπάει δεύτερη και ουρλιάζει σαν τρελός ο Αμερικάνος, οπότε χάνει την ευκαιρία να πάει στον παράδεισο.
Στη συνέχεια ήταν σειρά του Ινδού.
– Τί θα έχεις για ασπίδα; τον ρωτάει ο διάβολος.
– Τίποτα, λέει ο Ινδός. Κάνω από τότε που γεννήθηκα γιόγκα γιόγκα και δε νιώθω καθόλου πόνο!
Στο πρώτο χτύπημα ο Ινδός ήταν ατάραχος. Στο δεύτερο έκανε κάποιους μορφασμούς και στο τρίτο χτύπημα λίγο περισσότερους. Αλλά δεν έβγαλε κουβέντα από το στόμα του!
– Να πάρει, λέει ο διάβολος, πρώτη φορά αντέχει κάποιος τρία χτυπήματα. Λοιπόν, είσαι ελεύθερος να πας στον παράδεισο. Το αξίζεις.
– Όχι, λέει ο Ινδός. Θέλω να μείνω και να δω. Σε όλα τα ανέκδοτα ο Έλληνας τη βγάζει καθαρή. Θέλω να δω τώρα πώς θα ξεμπερδέψει!
– Εντάξει, μείνε να βλέπεις, του λέει ο διάβολος.
Έρχεται λοιπόν η σειρά του Έλληνα και τον ρωτάει:
– Εσύ τί θα χρησιμοποιήσεις για ασπίδα;
Και απαντάει ο Έλληνας:
– Τον Ινδό!