«Η προσπάθεια της Τουρκικής πλευράς να συνδέσει το ζήτημα του εδαφικού με το ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας», ήταν ο βασικός λόγος που οδήγησε τις συζητήσεις σε ναυάγιο στο Μοντ Πελεράν, της Ελβετίας, τόνισε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης σε διακαναλική συνέντευξη.
Σημείωσε πως η «μέγιστη διαφωνία ήταν και ο αριθμός των ελληνοκυπρίων προσφύγων που θα επέστρεφαν με την Τουρκία να αναφέρει πως ο μέγιστος αριθμός δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τις 65.000 ενώ είναι πάγιο αίτημά της κυπριακής πλευράς η επιστροφή από 78.000 έως 92.000 ελληνοκυπρίους».
Ο κ. Αναστασιάδης επεσήμανε πως είναι διατεθειμένος να προβεί σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα ώστε να επανεκκινήσει ο διάλογος. «Η ελπίδα δεν θα χαθεί, ενόσω περνά από τα δικά μου χέρια», τόνισε χαρακτηριστικά, αλλά για να συμβεί αυτό πρόσθεσε θα πρέπει και οι δύο πλευρές να σεβαστούν τις διεθνείς συμφωνίες.
Κάλεσε τέλος την Τουρκία να αποδείξει εμπράκτως ότι επιθυμεί οριστική λύση του Κυπριακού. Ο κ. Αναστασιάδης ευχαρίστησε τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για την στήριξη, που του προσέφερε. «Υπήρξε μια άριστη συνεργασία με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Η στήριξη ήταν αμέριστη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τηλεφωνική επικοινωνία για τις εξελίξεις στο Κυπριακό είχαν ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης και ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Μπαν Κι Μουν. Ο γ.γ. του ΟΗΕ είχε προαναγγείλει νωρίτερα ότι θα είχε συνομιλίες τόσο με τον κ. Αναστασιάδη, όσο και με τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιντζί.
Με δήλωσή του, το απόγευμα της Τετάρτης, ο Μπαν Κι Μουν ζήτησε τη συνέχιση των προσπαθειών για επίλυση του Κυπριακού εντός του 2016, καλώντας όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να αποφύγουν τυχόν δηλώσεις και ενέργειες που θα καταστήσουν δύσκολη την επανέναρξη των συνομιλιών.
Παράλληλα, έστειλε μήνυμα στις εγγυήτριες δυνάμεις, Ελλάδα, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο, να υποστηρίξουν τους ηγέτες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων κατά τις προσεχείς κρίσιμες ημέρες και εβδομάδες.
Νωρίτερα, όπως είπε ο ίδιος είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκό Κοινοβουλίου Μαρτιν Σουλτς.