Του Φώτη Σιούμπουρα

«Αν θες να αποφύγεις τα πλεονάσματα 3,5% μετά το 2018, πρέπει να κάνεις όλες τις μεταρρυθμίσεις γρήγορα. Αν θέλεις να γίνει η πρώτη αξιολόγηση πρέπει να πάρεις ακόμη μερικά μέτρα που αφορούν την β’ αξιολόγηση. Έτσι μόνο θα βγεις μπροστά και θα διεκδικήσεις να κλείσει γρήγορα και η δεύτερη. Αν τα κάνεις αυτά το χρέος σας θα καταστεί βιώσιμο και θα μπορέσεις να ξεφύγεις και από τα σχέδια των Γερμανών, που δεν οδηγούν πουθενά…». Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας άκουσε με προσοχή όσα, εμπιστευτικά, του έλεγε η επικεφαλής  του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ πριν περίπου ένα χρόνο,  λίγο μετά τη συνάντηση των οικονομικά ισχυρών της γης στο Νταβός. Την άκουσε αλλά λίγο αργότερα και μετά από συναντήσεις που είχε με ευρωπαίους ηγέτες έκανε δηλώσεις, με τις οποίες καλούσε το ΔΝΤ να φύγει από την Ελλάδα και από …μεταρρυθμίσεις μηδέν. Τα αποτελέσματα γνωστά. Μια ακόμα πολύφερνη πολιτική διαπραγμάτευση αποδεικνύεται ότι καταρρέει μέρα με τη μέρα. Η βασική κυβερνητική επιλογή της σύγκρουσης με το ΔΝΤ για να κλείσει η αξιολόγηση, ξεφτίζει καθώς οι βασικοί παίκτες από την πλευρά της Ευρώπης, διαμηνύουν σε όλους τους τόνους ότι η συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα είναι αδιαπραγμάτευτη.

Φτάσαμε ήδη στο τελευταίο αδιέξοδο, με τον πρωθυπουργό να διαλαλεί όπου βρεθεί κι όπου σταθεί πως δεν παίρνει άλλα μέτρα ούτε για ένα ευρώ. Αλλά να διευκρινίζει τώρα  ότι η αξιολόγηση αργά ή γρήγορα θα γίνει αφού « κάναμε σχεδόν όλες τις μεταρρυθμίσεις που έχουμε συμφωνήσει» κι ας ο κ. Τσακαλώτος  υποστηρίζει ότι « η Ελλάδα υλοποίησε μόνο το 1/3, όσων έχει υπογράψει».

Πού στηρίζεται ο πρωθυπουργός και το λέει αυτό;  Ίσως στο ότι μαζεύει λεφτά για να έχει τα 7 δισ. ευρώ που χρειάζονται τον Ιούλιο για να πληρώσει η χώρα μας τη δόση των δανείων και να μπορέσει να τρενάρει έτσι την αξιολόγηση μέχρι τις γερμανικές εκλογές, μήπως και βρεθεί στην καγκελαρία ο πολιτικός του φίλος  Μάρτιν Σουλτς. Βέβαια, μέχρι τότε η οικονομία θα έχει πιάσει πάτο, αν δεν τον έχει πιάσει κι όλας και ιδιώτες, παιδεία, νοσοκομεία και άλλοι που έχουν λαμβάνειν από το κράτος θα περιμένουν. Αλλά πέραν του σεναρίου της ρήξης με τους δανειστές  και  της  προσφυγής στις κάλπες , σενάριο το που καλλιέργησαν (και καλλιεργούν ακόμη)  οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ , τις τελευταίες μέρες  κυριάρχησαν δηλώσεις, προειδοποιήσεις και αγωνιστικές εξάρσεις από κυβερνητικά στελέχη, τα οποία φαίνεται ότι καταλήγουν για πολλοστή φορά σε μια σκιαμαχία για  εσωτερική κατανάλωση άνευ ουσίας και αποτελέσματος. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, η αβεβαιότητα συντηρείται, η αξιολόγηση μετατίθεται από εβδομάδα σε εβδομάδα και βέβαια το κόστος επωμίζονται οι έλληνες πολίτες και συνολικά η οικονομία.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα τραγελαφικά, εμφανίζεται και ο κοινοβουλευτικός  εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ  για να τροφοδοτεί μια επικίνδυνη συζήτηση περί δραχμής. Αναγκάστηκε βέβαια να ανακαλέσει μετά το σάλο που ξεσηκώθηκε, αλλά ο θόρυβος και οι ανησυχίες παραμένουν, τροφοδοτώντας το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας.

Φαίνεται πως μετά από τόσες οδυνηρές εμπειρίες, μετά από τόσες τραυματικές επιπτώσεις στη χώρα, οι αυταπάτες δεν έχουν τελειώσει στο κυβερνητικό επιτελείο. Με περισσή προχειρότητα, χωρίς σχεδιασμό, με επιπόλαιες δηλώσεις προσπαθούν να αποδείξουν ότι διαπραγματεύονται σκληρά. Αποτέλεσμα όμως αυτής της τακτικής είναι κάθε φορά να βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση από αυτή που ήμασταν πριν τις  αγωνιστικές εξάρσεις τους. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, η αβεβαιότητα συντηρείται, η αξιολόγηση μετατίθεται από εβδομάδα σε εβδομάδα και βέβαια το κόστος επωμίζονται οι έλληνες πολίτες και συνολικά η οικονομία.

Η κοινωνία και η οικονομία όμως δεν αντέχουν άλλους πειραματισμούς, άλλους μαθητευόμενους μάγους. Αρκετά πληρώσαμε ως τώρα τα μαθήματα εξουσίας τους. Ας αποφασίσουν επιτέλους τι θέλουν και τι αντέχουν να κάνουν, μήπως καταλάβουν και οι πολίτες τι τους ξημερώνει.

Το όλο σκηνικό, που έχει διαμορφωθεί , μπορεί να μας  θυμίζει την διαπραγμάτευση του πρώτου επταμήνου του 2015, η οποία μας οδήγησε  σε ένα σκληρό, σκληρότατο πρόγραμμα , αλλά δεν δείχνει να έχει συνετίσει τους κυβερνώντες, οι οποίοι υπόσχονται να βγούμε από τα μνημόνια, το πρόγραμμα , την κρίση έτσι χωρίς …πρόγραμμα. Τώρα το πότε θα βγούμε από το πρόγραμμα ε, οι …μεταρρυθμίσεις νάναι καλά. Θα μου πείτε πώς όλοι οι άλλοι που μπήκαν σε προγράμματα βγήκαν και σεις δεν μπορείτε; Δεν μπορείτε γιατί δεν κάνετε τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα σας (όπως κάνανε οι άλλοι), δεν κάνετε επενδύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, δεν περιορίζεται το αδηφάγο δημόσιο και υπογράφετε και πλεόνασμα 3,5% για δέκα χρόνια,  αφού ξέρετε ότι  αυτό  δεν βγαίνει και είναι σε βάρος μισθωτών και συνταξιούχων, κατά πως θα μας έλεγε και η ΚριστίνΛαγκάρντ.  Και δυστυχώς  θα έχει δίκαιο. Εκτός και αν ελπίζουμε να εκτοξεύσει την οικονομία μας  πύραυλος της  Διαστημικής Υπηρεσίας που εξήγγειλε  ο Ν. Παπάς.

 

Γιατί  τώρα επαναφέρουν την συζήτηση περί δραχμής;

Το «θεσμικά» είναι μια καταραμένη λέξη από την εποχή της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του’80. Μπαίνει έτσι στο ξεκάρφωτο σε φράσεις που ο ομιλητής θέλει να δώσει επισημότητα. Και η χρήση τους πρέπει να γίνει ιδιώνυμο αδίκημα. Όπως στο «Είμαστε υποχρεωμένοι να συζητάμε δημόσια, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, τις ιστορικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός, αναζητώντας τις πιο πρόσφορες συνθέσεις. Να συζητάμε δημόσια, δηλαδή θεσμικά – ούτε στα καφενεία, ούτε στα παρασκήνια» του Νίκου Ξυδάκη.  Παραβλέποντας τις άοκνες προσπάθειες που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ώστε ο λαός να αντιμετωπίζει όσο το δυνατόν περισσότερες προκλήσεις, αυτό το «θεσμικά» του Ξυδάκη που κόλλαγε; Και ποιον θεσμό αφορά; Την Προεδρία; Τα λεωφορεία, τα ταξί; Και εάν δεν αφορά αυτά αλλά τη Βουλή, μια κοινοβουλευτική συζήτηση για επάνοδο στη δραχμή δεν ανακινεί το θέμα; Ιδιαίτερα όταν τη συζήτηση ξεκινάει ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που η επάνοδος στη δραχμή έρχεται και επανέρχεται στις τοποθετήσεις του. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ στις συζητήσεις με θέμα τη δραχμή έχει πλούσιο παρελθόν. Από τον Λαπαβίτσα που είχε πει πως  ήθελε την Ελλάδα στη δραχμή έστω και με δελτίο στην βενζίνη, μέχρι τον Βαρουφάκη με τα IOU και τον «πορθητή του νομισματοκοπείου», Παναγιώτη Λαφαζάνη, η «γκλίτσα του τσοπάνου» του ΣΥΡΙΖΑ λέγεται δραχμή. Εάν αρχίσει μια συζήτηση για τη δραχμή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την ξεκινάει. Την επαναφέρει. Ανεξάρτητα όμως από τα όσα είπε ο Ξυδάκης, το θέμα είναι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ(εντάξει όχι όλοι) έχει πάθος με την δραχμή; Η απάντηση βρίσκεται στον Ιούλιο του 2015. Όταν μετά το δημοψήφισμα ο Αλέξης Τσίπρας φοβήθηκε και για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ υπέγραψε το μνημόνιο. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συγχωρήσουν την Ευρώπη για τα όσα έγιναν εκείνον τον Ιούλιο. Έτσι κάποιος κάθε φορά , έτσι για να τους…φοβίζουμε, θα φέρνει το θέμα της δραχμής στην επιφάνεια. Το μόνο όμως που κερδίζουν είναι το…μειδίαμα του Σόϊμπλε.