Το ότι η συζήτηση στη Βουλή για την Δικαιοσύνη θα ήταν ένα εφεύρημα για να ξεφύγει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι πολίτες και από την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα , ουδείς αμφέβαλε. Κι ας η κυβερνητική εκπρόσωπος επέμεινε μέχρι την τελευταία στιγμή να μας πείσει για το αντίθετο, αφήνοντας υπονοούμενα για …συγκλονιστικές αποκαλύψεις. Ουδείς όμως μπορούσε και να φανταστεί ότι επί της ουσίας το αποτέλεσμα της συζήτησης, θα εξελισσόταν σε πλήγμα για την κυβερνητική στρατηγική. Η προφανής επιδίωξη του πρωθυπουργού να δημιουργήσει ένα πολωτικό κλίμα αντιπερισπασμού, για να συγκαλύψει τις ευθύνες του για την κατάσταση της χώρας, μπορεί τυπικά να δικαιώθηκε, αλλά επί της ουσίας… τα προβλήματα είναι εδώ και περιμένουν απαντήσεις, τις οποίες για μια ακόμη φορά δεν έλαβαν οι σε απόγνωση ευρισκόμενοι πολίτες. Βέβαια το ότι αυξάνεται καθημερινά ο αριθμός των απογοητευμένων πολιτών και ότι δεν βρίσκεις ανθρώπους σήμερα (ή κι αν βρεις είναι ελάχιστοι) που να δηλώνουν ικανοποιημένοι από την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική δεν είναι να επιχαίρεις. Το ότι εξανεμίστηκε μέσα σε έξη μήνες η μεγάλη λαϊκή αποδοχή που είχε η «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνηση όλο το προηγούμενο διάστημα και επιβεβαιώθηκε από το 36% των εκλογών του Σεπτεμβρίου είναι ισχυρό πλήγμα όχι μόνον για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά για το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα. Το ότι εξαφανίζεται η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, που πριν 14 μήνες κάποιοι είχαν εμφυσήσει σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, είναι χωρίς υπερβολή τραγωδία. Δεν χρειάζεται να καταλήξεις στις διαπιστώσεις αυτές παρακολουθώντας συζητήσεις στη Βουλή, ανάλογες με αυτή της περασμένης Τρίτης, ούτε παρατηρώντας τα αποτελέσματα των τελευταίων επιστημονικών σφυγμομετρήσεων της κοινής γνώμης. Παραγνωρίζοντας όμως τους εκλογικούς δείκτες των δημοσκοπήσεων , που αφορούν την πρόθεση ψήφου, την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία κ.α, θα μπορούσε ο καθένας να σταθεί στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία, τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία, κυρίως αν υπάρχει δυνατότητα να γίνουν συγκρίσεις με αντίστοιχα του πρόσφατου παρελθόντος. Τα στοιχεία μάλιστα δύο, των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων (MRB και ALCO) είναι χαρακτηριστικά. Δεν είναι μόνο τα υψηλά ποσοστά απαισιοδοξίας και για τη γενικότερη, αλλά και για την προσωπική του καθενός κατάσταση. Είναι και τα συναισθήματα που οι ερωτηθέντες δηλώνουν ότι τους διακατέχουν: οργή 63,9%, ντροπή 49,3%, φόβος 46,9%. Και ελπίδα μόλις 13% . Το μέγεθος της μεταβολής φαίνεται καθαρά αν δούμε τι συνέβαινε μερικούς μήνες πριν. Η ελπίδα ήταν, μακράν όλων των άλλων, πρώτο συναίσθημα με 51,8%. Η ντροπή διακατείχε μόλις το 12,1% και ο φόβος μόλις το 24,4%. Βέβαια η κυβέρνηση βρίσκεται στη χειρότερη στιγμή της θητείας της, καθώς αντιμετωπίζει μαζεμένα όλα τα οξυμένα προβλήματα της χώρας. Αν υπήρχε προοπτική κάποιας ουσιαστικής αλλαγής το επόμενο διάστημα θα μπορούσε κανείς να δώσει στην κυβέρνηση μια …τρίτη ευκαιρία, με προσφυγή και πάλι στις κάλπες, όπως ζήτησε ο Κυρ. Μητσοτάκης. Όμως κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται. Ακόμα κι αν καταφέρει να περάσει τον τριπλό «κάβο» (Προσφυγικό-αξιολόγηση-κοινωνική ένταση) οι επιπτώσεις θα είναι τέτοιες που η φθορά της δεν θα ανακοπεί. Απεναντίας μπορεί να προβλέψει κανείς με ασφάλεια ότι θα αυξηθεί, όπως και όσο αυξάνεται και η απογοήτευση των πολιτών. Γι αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας το επόμενο διάστημα αυτό που θα κληθεί να διαχειριστεί, εκτός όλων των άλλων, είναι η φθορά του ιδίου και της κυβέρνησής του. Μία φθορά που έχει την αρχή της στις υποσχέσεις του πρώτου κυβερνητικού επταμήνου (Ιανουάριος-Ιούλιος 2015) και οι οποίες δεν ανακλήθηκαν ποτέ και επομένως, ίσχυαν και στις δεύτερες εκλογές, κατά τις οποίες οι κ. Τσίπρας και Καμμένος απέφυγαν να πουν την αλήθεια μετά τις εξελίξεις του καλοκαιριού. Δεν προετοίμασαν την κοινή γνώμη γι’ αυτά που θα έρχονταν. Αντίθετα, συνέχισαν τη ρητορική των μεγαλοστομιών, όπως έκαναν και κατά την συζήτηση της Τρίτης. Αυτή είναι και η τεράστια ευθύνη του πρωθυπουργού. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι, κατά το πρώτο επτάμηνο της πρώτης θητείας του, δεν γνώριζε, έπεσε σε τοίχο και υποχρεώθηκε να αθετήσει όσα είχε υποσχεθεί, για τη συνέχεια δεν έχει καμιά δικαιολογία. Μετά τον Ιούλιο του 2015, ήξερε τα πάντα. Έκανε τη στροφή, για να μην οδηγήσει τον τόπο στην καταστροφή, αλλά δεν είχε το θάρρος να πει στους ψηφοφόρους τι θα σήμαινε αυτό. Δεν τόλμησε να τους πει καθαρά ότι η υλοποίηση όσων είχε υποσχεθεί αναβάλλεται και ότι η συνέχεια θα ήταν εξίσου δύσκολη. Αν το είχε κάνει τότε, σήμερα η θέση του θα ήταν λιγότερο δύσκολη. Είναι θέμα λοιπόν ολόκληρης νοοτροπίας ενός πολιτικού χώρου, που κατέλαβε την εξουσία, υποσχόμενος πράγματα που ήξερε πως δεν μπορούσε να εφαρμόσει. Και τώρα στραπατσάρεται καθημερινά από αυτές τις ψεύτικες υποσχέσεις . Θα ήταν, λοιπόν, πολύ σοφότερο για τον κ.Τσίπρα, αντί να βρίσκει τρόπους για να διχάζει και να καλλιεργεί εντάσεις μέσα κι έξω από τη Βουλή επιδιώκοντας μετωπικές συγκρούσεις με φανταστικούς εχθρούς ως προπέτασμα καπνού , να αναζητεί κοινούς τόπους με τα κόμματα της αντιπολίτευσης που θα ενίσχυαν τις συνεργασίες και το ήρεμο κλίμα στην κοινωνία και θα επέτρεπαν στη χώρα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της και να βγει μια ώρα αρχύτερα από τα μνημόνιο στην ανάπτυξη και στην κανονικότητα. Αν δεν θέλει ή δεν μπορεί να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση και προκειμένου να σωθεί η χώρα ας προχωρήσει στην λύση που πρότεινε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για να δώσει τη λύση ο λαός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ