“….και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!”.
Ο έξυπνα τοποθετημένος αυτός επίλογος του κάθε αγαπημένου παραμυθιού ίσως να μην ισχύει στην περίπτωση της Αθηνάς Ωνάση και του κάθε διάσημου . Ισχύει όμως για εμάς τους συνηθισμένους ανθρώπους, που ζούμε την καθημερινότητα μας, με δεδομένη την ασημότητα και που συχνά ζηλεύουμε κάποιους άλλους που την έχουν χάσει.
Την διαπίστωση αυτή έκανα μπόλικες φορές τις τελευταίες μέρες καθώς διάβαζα σε αμέτρητα ΜΜΕ την πιο πολυσυζητημένη είδηση στον πλανήτη. Τον χωρισμό της Αθηνά Ωνάση, της χρυσής κληρονόμου με το όνομα μύθος.
Δίπλα σε σημαντικά οικονομικά και πολιτικά θέματα της υφηλίου δέσποζε σε κάθε πρωτοσέλιδο ελληνικής και ξένης ειδησιογραφίας μαζί μ ε όλες τις πομπώδηs λεπτομέρειες.
Πρόκειται για το κορίτσι που έμεινε ορφανό στα τρια του χρόνια επειδή η μητέρα του δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος του ονόματος και της χρυσής κληρονομιάς. *
Όταν, το 1988, η Χριστίνα Ωνάση πέθανεστα 37 τηςτο περιοδικό People γράφει: Μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της, η Αθηνά, είναι το πιο πλούσιο κοριτσάκι του κόσμου – αλλά δείτε αυτή η κληρονομιά τι έκανε στη μητέρα της.»
Από τότε η ζωή αυτού του μικρού κοριτσιού μπήκε στο μικροσκόπιο των ΜΜΕ. Είτε το ήθελε το είτε όχι, αυτή θα ήταν πλέον η ζωή της. Η πορεία όμως έδειξε ότι εκείνη τελικά θέλησε να κρατηθεί μακριά από την δημοσιότητα. Ίσως είχε αντιληφθεί ότι με αυτό τον τρόπο θα προστάτευε τον εαυτό της αφού σε αντίθετη περίπτωση είχε ήδη βιώσει ένα θλιβερό αποτέλεσμα.
Όμως στη ζωή, όπως έχει πολλές φορές αποδειχθεί, αυτό που δεν θέλουμε με έναν μαγικό τρόπο το έλκουμε.
Παρέα με τον υπόλοιπο πλανήτη παρακολούθησα, αποσπασματικά τη ζωή της από την ημέρα που γεννήθηκε, το 1985.
Έμαθα ότι μετά το θάνατο της μητέρας της ο πατέρας της Τιερί Ρουσέλ την μεγάλωσε μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του ‘Γκάμπυ’ Λαντχαγκε, μοντέλο από τη Σουηδία και μητέρα των τριών τους παιδιών.
Η Αθηνά έδειχνε να μεγαλώνει σε ένα ισορροπημένο περιβάλλον με μια μητριά που την παρουσίαζαν ακριβώς το αντίθετο από τα γνωστά σε όλους μας παραμύθια.
Όμως όπως και να έχουν τα πράγματα, η απώλεια της μητρικής στοργής είναι αναντικατάστατη. Πόσο μάλλον όταν ζει κανείς και κάτω από τη σκιά της γνώσης ότι ο πατέρας δεν αγάπησε παρά μόνο τα χρήματα της μητέρας. Αυτό είναι δύσκολα διαχειρίσιμο και φάνηκε αφού αργότερα η Αθηνά έσυρε τον πατέρα της σε πολύχρονη δικαστική διαμάχη για τη διαχείριση της περιουσίας της μητέρας της. Κάτι που κι ο ίδιος ο Ρουσέλ είχε κάνει προ ετών για τον ίδιο σκοπό εναντίον των μελών της επιτροπής διαχείρισης της περιουσίας της κόρης του.
Για να είμαι ειλικρινής τη θαύμασα! Χρειάζονται κότσια για κάνεις κάτι τέτοιο. Την περιέγραψε στο Vanityfair το Μάιο του 2005 ο Nicholas Cage: «Σκληρή σαν διαμάντι όταν θελήσει, κρυμμένη από τα φώτα συνέχεια, ανυπεράσπιστη σαν φοβισμένο παιδί όταν οι φωνές του πατέρα της, Τιερί Ρουσέλ, γέμιζαν πολλές φορές, χωρίς προφανή λόγο το χώρο.»
Δεν μου έκανε εντύπωση. Ήταν ένα κορίτσι που παρά το νεαρό της ηλικίας της είχε επιλέξει να αφοσιωθεί στην ιππασία και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία αντί να εκτονώνεται σε νεανικές τρέλες.
Σκέφτηκα πόσο εύκολο θα της ήταν να είχε πάρει τον άλλο δρόμο. Εκείνο των ανεξέλεγκτων γλεντιών και ίσως των εξαρτήσεων.
Αντίθετα εκείνη έστεψε το πάθος της στα άλογα. Εκεί έβρισκε τις ισορροπίες της. Αυτές που μάλλον δεν είχε βρει στο περιβάλλον που μεγάλωνε.
Εκεί βρήκε την ανιδιοτελή αγάπη που τόσο της έλειπε αφού τα ζώα δεν ζητούν ανταλλάγματα.
Για πόσο όμως ένα κορίτσι 17 ετών θα μπορούσε να αρκεστεί στην αγάπη των αλόγων;
Πόσο μάλλον για την teenager τότε Αθηνά που διψούσε απεγνωσμένα για αγάπη. Να βγει επιτέλους από εκείνη την απομόνωση. Αυτό πίστεψε ότι βρήκε στα μάτια του 12 χρόνια μεγαλύτερου Άλβαρο Ντε Μιράντα Νέτο.
Την συναισθάνομαι! Στο πρόσωπο του βραζιλιάνου ιππέα έζησε όλα αυτά που δεν είχε εισπράξει από τα παιδικά της χρόνια. Επιτέλους κάποιος την αγαπούσε, την είχε ανάγκη, το ίδιο και εκείνη.
Πώς μπορούσε λοιπόν να αναλογιστεί τα δεδομένα του αγαπημένου της και να λάβει σοβαρά υπόψη τα σχόλια της πρώην συντρόφου του «Ντόντα», ΣιμπέλΝτόρσα;
Εκείνη ήταν ευτυχισμένη και αυτό της έφτανε. Αυτός ήταν και ο λόγος που αυτή η σχέση κατέληξε σε γάμο το 2005 αντί να τον βιώσει απελευθερωτικά όπως κάθε άλλο νεαρό κορίτσι της ηλικίας της.
Την λυμπίστηκε για την αμύθητη περιουσία της;
Η βραζιλιάνα 36χρόνη καλλονή πρώην σύντροφος φαίνεται τότε να είχε ισχυριστεί ότι δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί μια γυναίκα που του αγοράζει όσα άλογα θέλει.
Την ίδια άποψη είχε δείξει να συμμερίζεται και ο Ρουσέλ για τον «Ντόντα» εισπράττοντας την έντονη αντίδραση της κόρης του.
Ίσως ο ίδιος να έβλεπε στα μάτια του μέλλοντα γαμπρού του τον εαυτό του.
Mπορώ να συμμεριστώ την Αθηνά.
Αν ο «Ντόντα» αγάπησε τα λεφτά της και όχι την ίδια αυτό δεν θα το μάθουμε ό,τι και αν γραφτεί.
Η ουσία είναι ότι φαινομενικά η Αθηνά έζησε ένδεκα ολόκληρα ευτυχισμένα χρόνια κοντά του. Αυτό κάτι πρέπει να σημαίνει.
Πόσα ζευγάρια που είναι χρόνια μαζί έχει συμβεί να περάσουν μια κρίση και είτε να την ξεπεράσουν είτε να χωρίσουν. Το τρίτο πρόσωπο συνήθως είναι η αφορμή και όχι ο λόγος. Συμβαίνει κάθε μέρα γύρω μας. Σε τι διαφέρει η Αθηνά;
Την συναισθάνομαι την Αθηνά και την θαυμάζω συνάμα!
Μια γυναίκα που καταδιώκεται από τα γεννοφάσκια της απ ‘όλα όσα δεν θέλησε και αντέχει με χαμηλούς τόνους και πυγμή.
Διότι, όπως και να το δει κανείς. Δεν είναι εύκολο να είσαι η εγγονή του Αριστοτέλη Ωνάση και να μεγαλώνεις στο κάστρο μόνη. Για ποια κατάρα των Ωνάσηδων μιλάμε λοιπόν;
Δεν έχει να κάνει με καμία κατάρα. Αυτά είναι μόνο στα παραμύθια με τις κακές μάγισσες.
Η μόνη κατάρα είναι εκείνη της απομόνωσης.
Να μεγαλώνεις με αποστασιοποιημένους γονείς όπως έγινε και με την μητέρα της, Χριστίνα. Να μην έχεις καμία συναισθηματική σύνδεση και πραγματική επικοινωνία μαζί τους από τη μέρα που γεννήθηκες.
Να μεγαλώνεις στον «αυτόματο» σαν το «χρυσό αυγό» μέσα στα κουτάκια των «πρέπει» που σου έχει υποδείξει μια βαριά κληρονομιά.
Να ανέχεσαι η ζωή σου να είναι κάτω από το μικροσκόπιο της κοινής γνώμης και του κάθε ρεπόρτερ που βγάζει το ψωμί του στην πλάτη σου σχολιάζοντας το κάθε βήμα σου.
Αυτό είναι κατάρα.
Η διαφορά μεταξύ ημών και εκείνων είναι ότι τα δικά μας παραμένουν για εμάς.
Τα δικά τους δυστυχώς όχι.
Γι ‘αυτό εμείς ζούμε καλύτερα. Κάτι ξέρουν αυτοί που έγραψαν αυτόν τον επίλογο στα παραμύθια.