Τι είναι αυτό που μας παγώνει μπροστά στον κίνδυνο, κάνει την αδρεναλίνη μας να χτυπήσει κόκκινο και βάζει το σώμα μας στο βασανιστικό δίλημμα «να τραπώ σε φυγή ή να κρυφτώ»; Τι άλλο από τον φόβο, το πιο αρχέτυπο συναίσθημα που βρίσκετε γραμμένο βαθιά μέσα στην ψυχοσύνθεση και το γονιδίωμά μας. Το θέμα όμως είναι ότι πλέον ξέρουμε ακριβώς που βρίσκετε ο φόβος, πως λειτουργεί, πως μας επηρεάζει και είμαστε ένα βήμα μακριά από το να τον ελέγξουμε οριστικά. Δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα πια, τα μυστικά του φόβου αποκαλύφθηκαν.
Βρίσκεστε στη καρδιά ενός σκοτεινού δάσους. Τα πάντα είναι σιωπηλά. Αφύσικα σιωπηλά, τόσο που μπορείτε να ακούσετε τους χτύπους της καρδιάς σας. Οι τρίχες στο πίσω μέρος του κρανίου σας έχουν σηκωθεί από μια παράξενη αίσθηση ότι κάποιος, ή μάλλον κάτι, σας παρακολουθεί. Η φαντασία σας δίνει σάρκα και οστά στον κίνδυνο που αισθάνεστε. Μπερδεμένες εικόνες του κακού που καραδοκεί στο σκοτάδι ξεπηδάνε στο μυαλό σας και η αναπνοή σας αρχίζει να γίνετε κοφτή και γρήγορη. Κάτι ακούσατε, δεν είστε σίγουροι αν είναι η φαντασία σας ή το σούρσιμο ενός αρπακτικού που σας καταδιώκει. Για μια στιγμή παγώνετε, ανίκανοι να κάνετε βήμα. Στήνετε αυτί να βεβαιωθείτε, ή απλώς για να ηρεμήσετε την καρδιά σας που χτυπάει σαν τρελή. Οι παλμοί σας αυξάνονται δραματικά και σε μια στιγμή είστε σίγουροι. Κάτι σας κυνηγά. Η αδρεναλίνη δίνει φτερά στα πόδια σας και τρέχετε σαν τρελοί στο σκοτάδι να ξεφύγετε από τον αόρατο κίνδυνο. Τρέχετε γρηγορότερα από ότι πιστεύατε ποτέ δυνατόν και δεν σταματάτε παρά μόνο όταν βρίσκεστε μπροστά σε μια καλύβα. Ένα βολικό καταφύγιο για να ηρεμήσετε ή να καταρρεύσετε από την ένταση.
Είναι ένα κλασσικό παράδειγμα ανθρώπινου φόβου. Αρχετυπικό όσο και οι εικόνες του. Το πρωτόγονο δίλημμα του να ‘παγώσει’ κανείς όταν ο κίνδυνος είναι μακρινός ή αναπόφευκτος και του να τραπεί σε φυγή όταν ο κίνδυνος είναι κοντινός αλλά μπορεί να αποφευχθεί, είναι αποτέλεσμα νευρολογικών λειτουργιών που δημιούργησε η εξέλιξη προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωση των ειδών.
Στον εγκέφαλο μας, όπως και στον εγκέφαλο όλων των θηλαστικών υπάρχει ένα σύστημα φόβου. Η δυνατότητα να βιώνουμε τον φόβο προέρχεται κυρίως από το κύκλωμα που ξεκινά από τον κεντρικό αμυγδαλοειδή πυρήνα του εγκεφάλου, περνάει από τον υποθάλαμο και καταλήγει στη φαιά ουσία του φλοιού. Ο αμυγδαλοειδής πυρήνας χειρίζεται τα ερεθίσματα του φόβου, ενώ ο φλοιός ευθύνεται για την νευρικότητα. Ο πυρήνας ενεργοποιείται άμεσα και χωρίς συνειδητή προσπάθεια σε οποιοδήποτε ερέθισμα φόβου, δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο. Ο φλοιός όμως εκλογικεύει τον φόβο και προκαλεί το συναίσθημα άγχους και αγωνίας μετά από μια συνειδητή αντιμετώπιση. Ίσως έχετε παρατηρήσει, ότι αν κάτι σας ξαφνιάσει δυσάρεστα, πρώτα αρχίζετε να φοβάστε, και λίγο μετά αντιλαμβάνεστε τι ήταν αυτό που σας έκανε να φοβηθείτε. Πολλές φορές ακόμα κι αν ο φόβος σας χαθεί μετά την λογική αντιμετώπισή του, η νευρικότητά σας μπορεί να διατηρηθεί για αρκετά περισσότερο χρόνο.
Αν περπατώντας σε ένα εξοχικό μονοπάτι παρατηρήσετε κάτι μακρύ, λεπτό και σκούρο μπροστά στα πόδια σας, ο αμυγδαλοειδής πυρήνας του εγκεφάλου σας θα ουρλιάξει ασυναίσθητα και αμέσως «προσοχή, φίδι!». Μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα ο φλοιός του εγκεφάλου σας θα δώσει μια δεύτερη συνειδητή γνώμη, είτε ότι «είναι όντως ένα φίδι!», ή ότι «είναι απλώς ένα κλαδί». Η φύση εξέλιξε ένα τέτοιο σύστημα άμεσης προειδοποίησης, γιατί είναι καλύτερα να περάσει κανείς ένα κλαδί για φίδι, από το να πέσει κατευθείαν πάνω στο φίδι όσο ο φλοιός του προσπαθεί να διαμορφώσει μια συνειδητή άποψη.
Το εξελικτικό πλεονέκτημα του συστήματος είναι αδιαμφισβήτητο, αφού μας επιτρέπει να δραπετεύσουμε ταχύτατα από επικίνδυνες καταστάσεις και να μάθουμε να αποφεύγουμε παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Η ενεργοποίηση αυτών των περιοχών του εγκεφάλου οδηγεί στην φυγή από τον προβλεπόμενο κίνδυνο. Μια ήπια ενεργοποίηση οδηγεί στο πάγωμα, αφού οι περισσότεροι κυνηγοί αντιλαμβάνονται το θήραμα τους ακολουθώντας την κίνηση του, έτσι η ακινησία μπορεί να τα βοηθήσει να μην γίνουν αντιληπτά. Παρόλα αυτά, το πάγωμα είναι καλή επιλογή μόνο σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Αν ο θηρευτής είναι μακριά, το να μείνεις ακίνητος χωρίς να τραβήξεις την προσοχή του είναι μια καλή στρατηγική. Όταν όμως, ο θηρευτής είναι κοντά καλύτερα να μην τον περιμένει κανείς. Η επιλογή της φυγής είναι η μόνη λύση.
Η εξέλιξη έχει φροντίσει να εφοδιάσει όλα τα πλάσματα με συναισθήματα που λειτουργούν σαν μέσα αποφυγής των κινδύνων. Ένα υγιές σύστημα φόβου βοηθάει τα ζώα και τους ανθρώπους να προστατευθούν με το να προβλέπουν το μέλλον. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, ο φόβος εξυπηρετεί ακριβώς αυτή την ανάγκη. Αν ενός αρουραίος πιάσει την μυρωδιά μιας γάτας στην περιοχή, αυτόματα ενεργοποιεί το σύστημα του φόβου του. Μπορεί να προβλέψει ότι αφού μια γάτα ήταν εδώ, είναι πολύ πιθανό να ξαναπεράσει, οπότε προβλέπει τον κίνδυνο και απομακρύνεται.
Ομοίως, όταν βλέπουμε κάτι άγνωστο που δεν έχουμε συναντήσει ποτέ πριν, και δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις διαθέσεις του είναι φυσικό να νιώθουμε φόβο. Είμαστε, φτιαγμένοι για να επιβιώνουμε, έτσι κάθε φορά που συναντάμε το άγνωστο ο εγκέφαλός μας ενεργοποιείτε: «Τι είναι αυτό; Είναι επικίνδυνο;».
Αντίθετα με παλαιότερες απόψεις, οι φόβοι δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα εκμάθησης από δυσάρεστες εμπειρίες, αλλά μια γενετικά εμφυτευμένη δυνατότητα του νευρικού μας συστήματος. Όλα τα παιδάκια στην ηλικία των δύο ετών φοβούνται τους ξαφνικούς θορύβους, τον πόνο, τα παράξενα αντικείμενα που δεν έχουν ξαναδεί και το να χάνουν την σωματική επαφή με τους γονείς τους. Μετά την ηλικία αυτή τα παιδιά χάνουν αυτούς τους φόβους, γεγονός που συνηγορεί ότι οι φόβοι αυτοί είναι έμφυτοι. Όλα τα παιδάκια τους αποκτούν και τους ξεπερνούν στις ίδιες ηλικίες.
Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι ενήλικες έχουν μια σειρά ‘παγκόσμιων’ φόβων που κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι έμφυτοι, μια που απαντώνται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, σε ανθρώπους με εντελώς διαφορετικό πολιτιστικό και κοινωνικό υπόβαθρο: ο φόβος απέναντι σε ξαφνικούς θορύβους, φίδια, αράχνες, σκοτεινά μέρη, μεγάλα ύψη και ξένους με απειλητικές διαθέσεις. Τα ζώα έχουν ανάλογους φόβους. Τα περισσότερα θηλαστικά αντιπαθούν τα φίδια και τρομάζουν με τους ξαφνικούς θορύβους. Όλα τα πλάσματα έχουν έμφυτους φόβους για τους φυσικούς κινδύνους που παρουσιάζει το περιβάλλον τους.
Η συμπεριφορά του φόβου μπορεί να προκληθεί και με τεχνητή ενεργοποίηση του κυκλώματος του φόβου. Οι φόβοι που μαθαίνουμε από τις εμπειρίες μας προέρχονται από την φυσική ενεργοποίηση του συστήματος μέσω μάθησης. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι άνθρωποι και πρωτεύοντα θηλαστικά, όπως οι πίθηκοι, φοβούνται τα φίδια, αν και οι περισσότεροι δεν έχουν ποτέ τσιμπηθεί από φίδι. Ωστόσο, τρομοκρατούνται πανεύκολα από την ιδέα και μόνο ενός φιδιού. Η ψυχολόγος, Σούζαν Μινέκα (Suzan Mineka, Northwest University), μελέτησε την συμπεριφορά πιθήκων που μεγάλωσαν σε εργαστήρια αγνοώντας παντελώς την ύπαρξη φιδιών. Όταν τους παρουσίασε την εικόνα ενός φιδιού δεν αντέδρασαν καθόλου. Όταν, όμως, έβαλε μαζί τους έναν άγριο πίθηκο, εκείνος φρένιασε μόλις αντίκρισε το φίδι, μεταδίδοντας τον φόβο του σε όλους τους υπόλοιπους. Τους έμαθε να φοβούνται τα φίδια. Μετά από αυτό κάθε φορά που οι πίθηκοι του εργαστηρίου έβλεπαν ένα φίδι πανικοβάλλονταν αυτόματα. Είχαν πλέον μάθει. Ωστόσο, όταν προσπάθησε με το ίδιο σύστημα να διδάξει στους πιθήκους να φοβούνται κάτι αθώο, όπως ένα λουλούδι, απέτυχε παταγωδώς. Κάποιοι φόβοι, όπως ο φόβος του φιδιού για τα θηλαστικά, είναι ημι-έμφυτοι.
Αυτή η δυνατότητα, ενεργοποίησης του συστήματος φόβου μέσω εκμάθησης ενός φόβου ισχύει και στους ανθρώπους. Είμαστε, εκ γενετής δεκτικοί στο να μάθουμε να φοβόμαστε τα φίδια, τις αράχνες ή τα μεγάλα ύψη. Πολλοί ψυχίατροι και ψυχαναλυτές υποστηρίζουν ότι πολλές ανθρώπινες φοβίες είναι μεταδοτικές. Άτομα που ζουν με ανθρώπους που έχουν μια συγκεκριμένη φοβία πολύ σύντομα την «κολλάνε». Είναι πολύ φυσικό να μάθεις έναν φόβο αν εκτεθείς στη συμπεριφορά κάποιου άλλου που τον έχει. Ο φόβος είναι μεταδοτικός, και όλα τα θηράματα που ζουν σε κοπάδια (π.χ. οι νεροβούβαλοι, τα γκνού ή τα πρόβατα) μπορούν εύκολα να το επιδείξουν.
Είναι εμφανές ότι η εξέλιξη έχει δώσει μεγάλη βαρύτητα στο θέμα του φόβου. Ο φόβος υπάρχει για έναν σκοπό. Η απουσία του από ένα ζώο ή άνθρωπο θα αποτελούσε αναπηρία. Ο σκοπός του φόβου είναι η επιβίωση. Και κάνει πολύ καλά την δουλειά του. Ένα λαμπρό παράδειγμα του τι παθαίνει κανείς όταν δεν φοβάται αρκετά έρχεται από το βιβλίο των Νέσσε και Γουίλιαμς, («Why We Get Sick: The New Science of Darwinian Medicine», R.M. Nesse and G.C. Williams, 1996). Οι δύο συγγραφείς αναφέρουν ένα πείραμα με μικρά τροπικά ψαράκια που τα έριξαν στο ίδιο ενυδρείο με αδηφάγα πιράνχα. Κάποια ψαράκια ήταν πολύ φοβισμένα και νευρικά, άλλα έδειχναν συγκρατημένα επίπεδα φόβου, και μερικά ήταν εντελώς άφοβα σε σημείο να αντιμετωπίζουν τα πιράνχα πρόσωπο με πρόσωπο. Όπως ήταν λογικό τα πιράνχα έφαγαν πρώτα τα άφοβα ψαράκια, αμέσως μετά τα συγκρατημένα ενώ τα τρομοκρατημένα ψαράκια είχαν το μεγαλύτερο μέσο όρο ζωής. Βέβαια, σταδιακά φαγώθηκαν κι εκείνα, αλλά μόνο αφού είχαν φαγωθεί όλα τα υπόλοιπα. Ο φόβος τους τα κράτησε στη ζωή για περισσότερο.
Μια ανάλογη μελέτη έγινε σε ποντίκια που τους είχαν «σβηστεί» γονίδια που σχετίζονται με τον φόβο (knockout mice) κάνοντάς τα άφοβα. Σε ένα κλουβί τοποθετήθηκε ένα διαχωριστικό που το μοίραζε στα δύο αλλά που επέτρεπε στα ποντίκια να πηδάνε από τη μία πλευρά στην άλλη. Στη μία μεριά όποιο ποντίκι έμπαινε δεχόταν ένα ηλεκτρικό σοκ. Στην άλλη δεν συνέβαινε τίποτα. Όλα τα ποντίκια, έμαθαν γρήγορα ποια ήταν η οδυνηρή πλευρά του κλουβιού και έμεναν στην ασφαλή. Τα γενετικά τροποποιημένα ποντίκια, που είχαν χάσει την αίσθηση του φόβου, έμαθαν κι εκείνα ποια ήταν η «καλή» πλευρά. Θυμόντουσαν το σοκ, και θυμόντουσαν τον πόνο. Αλλά δεν τα ένοιαζε. Συνέχιζαν να επισκέπτονται και τις δύο μεριές γιατί απλώς δεν είχαν αρκετό φόβο για να νοιαστούν. Αυτά τα ποντίκια θα είχαν ζήσει πολύ σύντομες ζωές στο φυσικό τους περιβάλλον.
Εντυπωσιακότερες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που παρουσιάζουν νευρολογικές ανωμαλίες ή κακώσεις στο κύκλωμα του φόβου. Σε μια δημοσίευση των νευρολόγων Αντολφ, Τράνελ και Νταμάσιο (Adolphs, Tranel and Damasio, 1994) παρουσιάζετε η περίπτωση μιας ευφυέστατης ασθενούς που καταλάβαινε σε συνειδητό επίπεδο την έννοια του φόβου, αλλά αδυνατούσε να αναγνωρίσει τον φόβο στα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω της, ενώ δεν μπορούσε να πάρει μια φοβισμένη έκφραση η ίδια, ακόμα κι αν προσπαθούσε να μιμηθεί την έκφραση κάποιου άλλου. Μπορούσε ωστόσο να αντιληφθεί και να εκφράσει άλλα συναισθήματα, όπως λύπη ή χαρά. Η συνολική συμπεριφορά της στερούταν απόλυτα τον φόβο. Ήταν εξαιρετικά φιλική και αφύσικα δεκτική στο να αγγίζει και να αγκαλιάζει οποιονδήποτε γύρω της. Έβρισκε πολύ εύκολο να επικοινωνεί με όσους της έπιαναν την κουβέντα και εμπιστευόταν επικίνδυνα γρήγορα όσους συναντούσε. Δυστυχώς, και αναμενόμενα, η εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους είχε προδοθεί αμέτρητες φορές.
Σε πολύ πιο σοβαρές περιπτώσεις αυτής της κλινικής κατάστασης, γνωστής ως σύνδρομο Kluver-Bucy, οι ασθενείς πέρα από την άφοβη συμπεριφορά τους, γίνονται υπερσεξουαλικοί, με δραματική αύξηση της ποσότητας και του είδους των επιλογών ενός, σε σημείο να βρίσκουν ελκυστικά πράγματα που δεν ενός έλκυαν πριν (ενός άτομα του ίδιου φύλου, άλλων ειδών, ακόμα και άψυχα αντικείμενα). Αυτοί οι ασθενείς αποκτούν επίσης την ανάγκη να εξερευνούν το περιβάλλον τους με την αίσθηση της γεύσης, δοκιμάζοντας κάθε είδους ακατάλληλα προς βρώση αντικείμενα, και πολύ συχνά χάνουν κάθε ικανότητα συγκέντρωσης αφού κάθε τι γύρω τους τραβάει το ενδιαφέρον τους το ίδιο. Όπως είναι φυσικό οι προσωπικότητες και οι ζωές αυτών των ανθρώπων είναι δραματικά προβληματικές, αποδεικνύοντας την ζωτική σημασία ενός φυσιολογικού συστήματος φόβου.
Δεν πρέπει να φοβόμαστε τον φόβο. Είναι μια φυσική λειτουργία που εξέλιξε η φύση για να διασφαλίσει την επιβίωσή μας. Χωρίς αυτόν θα ήμασταν έρμαια των κινδύνων του φυσικού μας περιβάλλοντος και κατά πάσα πιθανότητα θα είχαμε εξαιρετικά σύντομη διάρκεια ζωής. Ο φόβος μας κάνει προσεχτικούς και διορατικούς οδηγώντας μας στις καλύτερες δυνατές επιλογές για την ασφάλειά μας. Χωρίς αυτόν πιθανώς να είχαμε εκλείψει σαν είδος εδώ και χιλιετίες.
Βίκη Καρυστινού