Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, μετά το πέρας των επτά χρόνων που ο Τειρεσίας πέρασε μεταμορφωμένος σε γυναίκα, πάνω σε ένα καβγά τους ο Δίας και η Ήρα τον ρώτησαν για το ποιος απολαμβάνει περισσότερο την ερωτική πράξη, ο άντρας ή η γυναίκα. Ο άτυχος μάντης απάντησε ότι σαν γυναίκα γνώρισε εννέα φορές μεγαλύτερη ευχαρίστηση από ότι σαν άντρας. Προσβεβλημένη από αυτή την απάντηση η Ήρα τον τύφλωσε, συμβολικά καλύπτοντας στο σκοτάδι των ταμπού την αλήθεια για την φύση της γυναικείας ερωτικής απόλαυσης. Μέχρι που η σύγχρονη επιστήμη ήρθε να φέρει τις απαντήσεις και μαζί μια θεωρία που θα έκανε την Ήρα να κοιμάται ήσυχη.
«Συνδυασμός κυμάτων εξαιρετικά ευχάριστης αίσθησης και αύξηση των εντάσεων, που αποκορυφώνονται εκρηκτικά σε μια φανταστική αίσθηση και ηδονική εκτόνωση της έντασης». Δεν πρόκειται για απόσπασμα ερωτικής λογοτεχνίας, αλλά για τον δημοφιλέστερο επιστημονικό ορισμό του γυναικείου οργασμού, και μάλιστα τον αγαπημένο της Ελίζαμπεθ Λόυντ (Elisabeth A. Lloyd), της βιολόγου που τάραξε τα νερά με το βιβλίο της «το ζήτημα του γυναικείου οργασμού».
Η αιτία που το βιβλίο αυτό συζητήθηκε όσο κανένα άλλο στους επιστημονικούς κύκλους, δεν είναι ίσως αυτοί που θα περίμενε κανείς. Δεν προκάλεσε το κοινό με νέες σκανδαλιστικές μεθόδους ή πιπεράτες ανακαλύψεις, ούτε ξεσκέπασε κάποιο κρυμμένο μυστικό της γυναικείας σεξουαλικότητας. Απλά υποστήριξε ότι ο γυναικείος οργασμός δεν εξυπηρετεί καμία βιολογική λειτουργία. Δεν έχει λόγο ύπαρξης. Και αυτό αρκούσε για να ξεσπάσει μια θύελλα αντιδράσεων ανάμεσα σε εξελικτικούς βιολόγους, κοινωνιολόγους, φεμινίστριες και πολλούς ακόμα, (συμπεριλαμβανομένης της συντακτικής μας ομάδας).
Η Σχολή του Υποπροϊόντος:
Όλα άρχισαν το 1979, όταν ο βιολόγος Ντόναλντ Σάιμονς (Donald Symons), πρωτοανέπτυξε την θεωρία του για τον γυναικείο οργασμό. Η ερώτηση που προσπάθησε να απαντήσει ήταν γιατί οι γυναίκες και άλλα θηλυκά θηλαστικά έχουν την δυνατότητα του οργασμού. Σύμφωνα με την θεωρία του η δυνατότητα αυτή είναι υποπροϊόν της εμβρυολογικής ανάπτυξης. Το έμβρυο κατά την ανάπτυξή του περνά από πολλά στάδια. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξής τους, τα αρσενικά και τα θηλυκά έμβρυα έχουν ακριβώς την ίδια φυσιολογία, και με μόνη εξαίρεση τα διαφορετικά χρωμοσώματα, δεν διαφέρουν καθόλου σε επίπεδο εξωτερικών σεξουαλικών χαρακτηριστικών. Αυτή η ομοιότητα συνεχίζεται αμείωτη μέχρι το στάδιο που απελευθερώνονται οι απαραίτητες ορμόνες στο αρσενικό έμβρυο, για να αναπτύξει τον σεξουαλικό εξοπλισμό που θα το διαφοροποιήσει από την αρχική θηλυκή μορφή του. Εάν δεν απελευθερωθούν οι νέες αυτές ορμόνες στο περιβάλλον του, τότε το έμβρυο θα εξελιχθεί σε κοριτσάκι. Αυτή η έκκριση εμβρυονικών ορμονών προκύπτει οχτώ εβδομάδες μετά την σύλληψη. Μέχρι τότε τα θηλυκά και τα αρσενικά έμβρυα είναι πανομοιότυπα.
Το παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Σάιμονς ήταν εκείνο των ανδρικών θηλών. Οι γυναίκες χρειάζονται τις θηλές για να θηλάσουν τα μωρά τους, άρα υπάρχει συνεχής και ισχυρή εξελικτική πίεση για τις γυναικείες θηλές. Οι άνδρες αποκτούν τις δικές τους θηλές, απλώς γιατί μοιράζονται την ίδια εμβρυολογική μορφή με τις γυναίκες κατά την ανάπτυξή τους. Έτσι οι ανδρικές θηλές, δεν είναι τίποτα άλλο από το υποπροϊόν της γυναικείας φυσικής επιλογής. Παρομοίως, επειδή οι άντρες χρειάζονται το σεξουαλικό μόριο και την δυνατότητα του οργασμού ώστε να πετύχουν την εκσπερμάτωση, οι γυναίκες καταλήγουν με το ομόλογο γενετήσιο εξοπλισμό, δηλαδή την κλειτορίδα, που έχει την ίδια εμβρυολογική καταγωγή με το ανδρικό μόριο, και την επακόλουθη απόλαυση που τους προσφέρει.
Η Λόυντ πήγε το θέμα ακόμα πιο μακριά. Υποστηρίζοντας θερμά την θεωρία του Σάιμονς, προχώρησε στη διαπίστωση ότι όχι μόνο ο γυναικείος οργασμός είναι απλό υποπροϊόν και απόηχος του ανδρικού, αλλά ότι δεν έχει απολύτως καμία βιολογική λειτουργία. Σύμφωνα με την μελέτη της, πρόκειται για απλό εξελικτικό ατύχημα, που δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Επικεντρώνοντας σε μια στατιστική έρευνα που έκανε ο Κίνσεϊ (A.C. Kinsey) το 1953 στην Αμερική, στήριξε την επιχειρηματολογία της σε συγκεκριμένα στατιστικά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με την εν λόγο στατιστική μελέτη, το 33% των γυναικών που ρωτήθηκαν, ομολόγησαν ότι δεν είχαν σχεδόν ποτέ οργασμό κατά την σεξουαλική πράξη, ενώ ένα συντριπτικό ποσοστό (84%), παραδέχτηκε ότι πετύχαινε τον οργασμό κλειτοριδικά, με αυτοϊκανοποίηση, κατά μέσο όρο μέσα σε τέσσερα λεπτά. Τον ίδιο περίπου χρόνο που χρειάζεται ένας άντρας για να εκσπερματώσει κατά τον αυνανισμό. Τα αποτελέσματα αυτά οδήγησαν την Αμερικανίδα βιολόγο να συμπεράνει ότι ο γυναικείος οργασμός δεν παίζει κανένα ρόλο κατά την ερωτική πράξη αλλά αποτελεί απλή ηχώ του ανδρικού, δεν επηρεάζει την γονιμότητα ή την αναπαραγωγική ικανότητα της γυναίκας, και σαφώς η έλλειψή του δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει το ένα τρίτο του γυναικείου πληθυσμού «προβληματικό».
Επιπλέον, μια έρευνα του Τιμ Σπένσερ (Tim Spencer, St Thomas’ Hospital, London) προτείνει ότι το 45% των διαφορών στην ικανότητα των γυναικών να επιτύχουν τον οργασμό οφείλεται σε γονιδιακή διαφοροποίηση. Το γεγονός ότι πολλές γυναίκες δεν μπορούν να τον φτάσουν επειδή δεν έχουν τα απαραίτητα γονίδια υποδεικνύει κατά την άποψη της Λόυντ, ότι η ικανότητα του οργασμού δεν αποτελεί ιδιότητα που έχει ισχυρή εξελικτική βάση, συνηγορώντας έτσι στην θεωρία του υποπροϊόντος.
Όπως ήταν φυσικό, η θέση της Λόυντ πυροδότησε μια νέα αντιπαράθεση ανάμεσα στους κύκλους των εξελικτικών βιολόγων. Οι υποστηρικτές των θεωριών της προσαρμοστικότητας και του ανταγωνισμού των σπερμάτων, που θα δούμε στη συνέχεια, αντεπιτέθηκαν, κλονίζοντας σοβαρά την εγκυρότητα της θεωρίας του υποπροϊόντος. Και ενώ η κοινωνική υπόσταση της μελέτης της είναι καθ’όλα σεβαστή: «ποιος ορισμός της ‘κανονικότητας’ θα μπορούσε ποτέ να δικαιολογήσει την κατηγοριοποίηση του ενός τρίτου των γυναικών ως ‘ανώμαλες’;», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ίδια, παρόλα αυτά το βιβλίο της δέχτηκε δριμύτατη κριτική από σεξολόγους, κοινωνιολόγους και φεμινίστριες εξίσου.
Η Σχολή της Προσαρμοστικότητας:
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η βασικότερη βιολογική αρχή στις θεωρίες της εξέλιξης, από τον Δαρβίνο μέχρι σήμερα, είναι η αρχή της εξελικτικής προσαρμογής. Με απλά λόγια, κάθε βιολογική λειτουργία και κάθε χαρακτηριστικό έχει ένα λόγο ύπαρξης κατά την εξέλιξη ενός οργανισμού. Τις περισσότερες φορές η αιτία πίσω από το αποτέλεσμα είναι η φυσική επιλογή. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που η εξέλιξη δεσμεύει πόρους και ενέργεια σε έναν οργανισμό χωρίς να του δίνει κάποιο εξελικτικό πλεονέκτημα. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι η δρεπανοκυτταρική αναιμία, που συναντάται σε μεγάλο ποσοστό σε πληθυσμούς της κεντρικής Ασίας. Άτομα που είναι φορείς (εταιροζυγωτά) δρεπανοκυτταρικής αναιμίας δεν νοσούν από ελονοσία, την πιο διαδεδομένη θανατηφόρα ασθένεια αυτών των περιοχών. Η φυσική επιλογή έδωσε στους κατοίκους των περιοχών αυτών ένα μειονέκτημα που θωρακίζει ενάντια σε ένα μεγαλύτερο.
Σύμφωνα με την σχολή της προσαρμοστικότητας, ο γυναικείος οργασμός συνδέθηκε με την αναπαραγωγική επιτυχία και την επιλογή του ισχυρότερου. Κατά την θεωρία του δεσμού ζευγαρώματος του Μόρις (Desmond Morris, 1967), που υιοθετήθηκε από πολλούς ερευνητές σε διάφορες παραλλαγές της, ο γυναικείος οργασμός θεωρείται μέσο για την ισχυροποίηση του δεσμού ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα (pair bonding theory). Η επιλογή του καλύτερου αρσενικού και η ανάγκη για τους γονείς να μείνουν μαζί κατά την περίοδο προστασίας και ανατροφής των απογόνων, όπως και η διασφάλιση συχνών ζευγαρωμάτων μέσα στο ανδρόγυνο ώστε να αυξήσουν την αναπαραγωγική επιτυχία τους, συνθέτουν την εξελικτική αιτία του γυναικείου οργασμού.
Η γυναίκα θα μείνει πιστή στο αρσενικό που θα την ικανοποιήσει μέσω της σεξουαλικής απόλαυσης, ή θα συνεχίσει να ζευγαρώνει μέχρι να βρει τον ιδανικό. Με τον τρόπο αυτό, η επίτευξη του οργασμού, θα είναι ο οδηγός που θα την κατευθύνει στην επιλογή του αναπαραγωγικά και γενετικά ισχυρότερου συντρόφου. Η σεξουαλική ικανοποίηση θα είναι η αιτία διατήρησης του δεσμού.
Ο Μπιτς (Frank Beach, 1973), επέκτεινε την θεωρία του δεσμού ζευγαρώματος με την ιδέα της σεξουαλικής ανταμοιβής (reward theory), όπου απλούστατα ο γυναικείος οργασμός, είναι η ανταμοιβή για την αναπαραγωγική διαδικασία, κατά την οποία η γυναίκα καταθέτει πολλά (εγκυμοσύνη, θηλασμός, ανατροφή των απογόνων). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο γυναικείος οργασμός αναπτύχθηκε προκειμένου να ενθαρρύνει την σεξουαλική ένωση και κατ’ επέκταση την δημιουργία απογόνων.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα θεωρία ήρθε από μια γυναίκα στις αρχές του ’90. Η Σάρα Βλάφερ Άρντυ (Sarah Blaffer Hrdy), ακολούθησε το ζωικό μοντέλο των πιθηκοειδών, όπου ένα θηλυκό συνήθως ζευγαρώνει με μεγάλο αριθμό διαθέσιμων αρσενικών, με μόνο σκοπό να τα μπερδέψει σχετικά με το ποιος από όλους είναι ο πατέρας, διασφαλίζοντας έτσι τις πιθανότητες επιβίωσης του βρέφους της, ενάντια στη διαδεδομένη πρακτική, ανάμεσα στα ανώτερα θηλαστικά, της βρεφοκτονίας. Η Άρντυ πρότεινε ότι ο γυναικείος οργασμός προήλθε εξελικτικά με σκοπό να ωθήσει το θηλυκό σε πληθώρα σεξουαλικών ενώσεων έτσι ώστε να προστατεύσει τους απογόνους της και να τους εφοδιάσει με περισσότερα πατρικά αρσενικά για την ανατροφή τους.
Όποια θεωρία, η συνδυασμός θεωριών, εξελικτικής προσαρμογής κι αν κρύβεται πίσω από την ύπαρξη του γυναικείου οργασμού, το σίγουρο είναι ότι τα θεμέλια της θεωρίας του υποπροϊόντος δεν είναι και τόσο γερά στα μάτια των εξελικτικών βιολόγων και σύγχρονες μελέτες έρχονται να αμφισβητήσουν έντονα την θεωρία της Λόυντ.
Μια πολύ πρόσφατη έρευνα του πανεπιστημίου του Γκρόνινγκεν (Gert Holstege, June 2005) στην Ολλανδία έδειξε ότι κατά τον οργασμό, πολλές περιοχές του γυναικείου εγκεφάλου παύουν να λειτουργούν προσωρινά. Πρόκειται για περιοχές που σχετίζονται με την εγρήγορση και την αγωνία, και η προσωρινή απώλειά τους κάνει τις γυναίκες ευάλωτες και ανίκανες να αντιδράσουν. Όπως συμβαίνει σε πολλά θηλαστικά, τις στιγμές αυτές το ένστικτο της αναπαραγωγής γίνεται ισχυρότερο από αυτό της επιβίωσης. Όπως είναι φυσικό, το μέγεθος της επίδρασης του γυναικείου οργασμού, κάνει πολλούς επιστήμονες να αμφισβητούν σοβαρά την άποψη του ότι πρόκειται για εξελικτικά ασήμαντη λειτουργία. Η εξέλιξη δεν θα επέτρεπε την διακινδύνευση ενός οργανισμού και την σπατάλη τόσης ενέργειας χωρίς καλό λόγο.
Η Σχολή του Ανταγωνισμού:
Στα βήματα της εξελικτικής προσαρμογής, η νεότερη σχολή του ανταγωνισμού (sperm competition theory), χρησιμοποιεί τις βιολογικές και φυσιολογικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά την στιγμή του γυναικείου οργασμού για να βρει την αιτία πίσω από την ύπαρξη του. Η κεντρική ιδέα βασίζεται στις αναρροφητικές συσπάσεις που λαμβάνουν χώρα στην μήτρα κατά την διάρκεια του οργασμού και πιθανώς στοχεύουν σε μέγιστη δυνατή απορρόφηση του σπέρματος κατά την σεξουαλική πράξη (‘upsuck’ theory). Κάτι τέτοιο θα αύξανε κατακόρυφα την πιθανότητα αναπαραγωγής και θα έδινε στην γυναίκα τον έλεγχο του γενετικού υλικού που θα χρησιμοποιήσει για τους απογόνους της.
Η ιδέα αυτή συμφωνεί με τις σεξολογικές μελέτες που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ισχυρών μυϊκών συσπάσεων κατά τον κολπικό οργασμό, τον οποίο και διαχωρίζουν από τον προαναφερόμενο κλειτοριδικό, και είναι πολύ δημοφιλής φεμινιστικά, αφού θέλει την γυναίκα ικανή να έχει άμεσο ρόλο και δυνατότητα έμμεσης επιλογής στην αναπαραγωγική διαδικασία.
Οι ερευνητές Μπέηκερ και Μπέλις (Robin Baker, Mark Bellis, University of Manchester, 1993), οι σημαντικότεροι υπέρμαχοι της θεωρίας του ανταγωνισμού των σπερμάτων, υποστήριξαν ότι η χρονική στιγμή του γυναικείου οργασμού και το αν θα επιτευχθεί οργασμός, επηρεάζουν την ποσότητα σπέρματος που θα διατηρηθεί μετά την ερωτική πράξη. Δεδομένου ότι το σπέρμα μπορεί να μείνει ζωντανό μέσα στην γυναικεία οδό από δύο μέχρι και εννέα ημέρες, διαπιστώνεται ότι οι γυναίκες έχουν την εξαιρετική ικανότητα να επηρεάζουν τον ανταγωνισμό των σπερμάτων, κρατώντας ή απορρίπτοντας ποσότητές τους μέσω της λειτουργίας του οργασμού τους.
Όπως λέει η θεωρία, «τα άπιστα θηλυκά αναζητούν καλύτερα γονίδια», (καθώς και οι στατιστικές που υποστηρίζουν ότι τουλάχιστον ένα στα δέκα παιδιά μεγαλώνει με τον ‘λάθος’ πατέρα), τα ευρήματα αυτά μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι οι γυναίκες μπορούν να υποστηρίξουν προς αναπαραγωγή το σπέρμα του εραστή που προτιμούν, ενεργά διαλέγοντας το καλύτερο γονιδιακό υλικό, ίσως και σε βάρος ενός απατημένου συζύγου.
Η θεωρία του ανταγωνισμού, προς το παρόν, χαίρει μεγάλης εκτίμησης στους επιστημονικούς κύκλους, και αποτελεί τον νεότερο και ισχυρότερο αντίπαλο της θεωρίας του υποπροϊόντος. Τα συνεχώς αυξανόμενα ευρήματα σε σχέση με τις φυσιολογικές λειτουργίες και τα βιολογικά χαρακτηριστικά του γυναικείου οργασμού συνηγορούν όλο και περισσότερο με την προσέγγιση του γενετικού ανταγωνισμού, μια κατεύθυνση που βρίσκει σύμφωνη την θεωρία της εξέλιξης, αφού υποδηλώνει ένα αναπαραγωγικό πλεονέκτημα που φαίνεται να αποκτήθηκε μέσω της φυσικής επιλογής.
Κοινωνιοβιολογικές Διαστάσεις:
Παρόλα αυτά, πολλοί επιστήμονες ενίστανται σε σχέση με τις χρησιμοποιούμενες στατιστικές και πειραματικές μεθόδους, όλων των σχολών ανεξαρτήτως, ενώ δεν έχει επιτευχθεί καμία συγκριτική έρευνα σε διαπολιτισμικό επίπεδο. Όλες οι ανωτέρω έρευνες και αποτελέσματα βασίσθηκαν αποκλειστικά σε γυναίκες της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ, που αποτελούν πληθυσμούς με έντονη παθογένεια σε σχέση με τα προβλήματα του σύγχρονου δυτικού κόσμου, έντονους ρυθμούς ζωής, μεγάλα επίπεδα άγχους, και εξασθενημένη σεξουαλική ζωή. Δεν υπάρχει καμία διαθέσιμη έρευνα, για παράδειγμα, σε πληθυσμό της Μεσογείου, της Ασίας ή της Αφρικής. Το γεγονός ότι ο γυναικείος οργασμός επηρεάζεται, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, από τον τρόπο ζωής και τα προσωπικά πιστεύω, κάνει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σε παγκόσμιο επίπεδο πραγματικά επιτακτική.
Το θέμα όμως δεν είναι απλά επιστημονικό. Έχει μεγάλες κοινωνικές διαστάσεις και είναι τόσο φορτισμένο συναισθηματικά, που είναι αδύνατο να αποκοπεί από υποκειμενικές πεποιθήσεις και ταμπού. Όπως πολλοί εξελικτικοί βιολόγοι σχολιάζουν, ‘ο καθένας μπορεί να φτιάξει μια θεωρία’ πάνω στο θέμα. Και αν πολλοί πιστεύουν ότι καλύτερα τα ερευνητικά κονδύλια να δοθούν σε πιο σημαντικές έρευνες, πρέπει να λάβουν πρώτα σοβαρά υπόψη την κοινωνική σημασία του θέματος.
Όπως επισήμανε η Λόυντ, δεν μπορεί μια υγιείς κοινωνία να αφήνει το ένα τρίτο του πληθυσμού της να αισθάνεται υποδεέστερος και να θησαυρίζει, μέσα από την υποκινούμενη ανασφάλειά του, τις φαρμακοβιομηχανίες, σε ένα εμπόριο πολλών εκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο. Ούτε, με βάση τη θέση της Άρντυ, μπορεί το γυναικείο φύλλο να ανέχεται την κατηγοριοποίησή του ως αναπαραγωγικά παθητικό, με μόνο σεξουαλικό ρόλο να δίνει την ικανοποίηση στο αρσενικό (female service theory) χωρίς να απαιτεί την απολαβή ισάξιας απόλαυσης. Αυτό θα οδηγούσε σε ένα νέο μεσαίωνα για την γυναικεία σεξουαλικότητα, όπου η γυναίκα θα έχει μόνο αναπαραγωγικές υποχρεώσεις και καμία ανταμοιβή.
Και οι δύο θέσεις έχουν βαρύτητα και λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη θέση της γυναικείας φύσης και σεξουαλικής ταυτότητας, αν και από αντιδιαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις. Όμως σύμφωνα με ψυχολόγους και σεξολόγους, η υγιής σεξουαλική ζωή είναι παράγοντας σωματικής και ψυχικής υγείας. Αν σε αυτό προσθέσουμε την αμφισβητούμενη ακόμα θέση της γυναίκας, ιδιαίτερα στα αναπτυσσόμενα κράτη του πλανήτη, που πρακτικές όπως αυτή της κλειτοριδεκτομής επιβιώνουν ακόμα μέχρι σήμερα, δεν θα πρέπει να απορρίπτουμε ως ασήμαντη την έρευνα της γυναικείας σεξουαλικότητας. Το αναπαραγωγικό ένστικτο είναι το ισχυρότερο όλων. Άλλωστε, δεν υπάρχει μεγαλύτερη υποτίμηση για ένα ανθρώπινο ον από την απόρριψη της σεξουαλικής του ταυτότητας. Η ιστορία το έχει δείξει πολλές φορές και καλό θα ήταν να μην το επαναλάβει.
Βίκη Καρυστινού